- εφορμώ
- (I)(ΑΜ ἐφορμῶ, -άω)ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, επέρχομαι, επιπίπτω, χυμάωαρχ.1. διεγείρω, παρορμώ, ξεσηκώνω κάποιον εναντίον κάποιου2. (με απρμφ.) επιθυμώ3. (χωρίς εχθρική σημασία) κινούμαι, ορμώ μπροστά, τινάζομαι4. (παθ. και μέσ.) εφορμώμαι, -άομαι(με απρμφ.) παροτρύνομαι, έχω προθυμία, επιθυμώ να κάνω κάτι, διεγείρομαι5. μέσ. ορμώ εναντίον κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρμῶ (< ὁρμή)].————————(II)(ΑΜ ἐφορμῶ, -έω, Α και επορμέω) [έφορμος II]είμαι αγκυροβολημένος βρίσκομαι σε όρμοαρχ.1. εκτελώ αποκλεισμό2. αράζω, προσορμίζομαι3. παραμονεύω, παραφυλάω, καιροφυλακτώ4. βασίζομαι, εμπιστεύομαι5. παθ. ἐφορμοῡμαιαποκλείομαι, πολιορκούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.