εφορμώ

εφορμώ
(I)
(ΑΜ ἐφορμῶ, -άω)
ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, επέρχομαι, επιπίπτω, χυμάω
αρχ.
1. διεγείρω, παρορμώ, ξεσηκώνω κάποιον εναντίον κάποιου
2. (με απρμφ.) επιθυμώ
3. (χωρίς εχθρική σημασία) κινούμαι, ορμώ μπροστά, τινάζομαι
4. (παθ. και μέσ.) εφορμώμαι, -άομαι
(με απρμφ.) παροτρύνομαι, έχω προθυμία, επιθυμώ να κάνω κάτι, διεγείρομαι
5. μέσ. ορμώ εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρμῶ (< ὁρμή)].
————————
(II)
(ΑΜ ἐφορμῶ, -έω, Α και επορμέω) [έφορμος II]
είμαι αγκυροβολημένος βρίσκομαι σε όρμο
αρχ.
1. εκτελώ αποκλεισμό
2. αράζω, προσορμίζομαι
3. παραμονεύω, παραφυλάω, καιροφυλακτώ
4. βασίζομαι, εμπιστεύομαι
5. παθ. ἐφορμοῡμαι
αποκλείομαι, πολιορκούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εφορμώ — εφορμώ, εφόρμησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: εφορμώ : στον απλό προφορικό λόγο κλίνεται στον ενεστώτα και κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εφορμώ — εφόρμησα 1. ορμώ, επιτίθεμαι. 2. (για πλοία), είμαι αγκυροβολημένος, αλλ. εφορμίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφορμῶ — ἐφορμάω stir up pres imperat mp 2nd sg ἐφορμάω stir up pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐφορμάω stir up pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐφορμάω stir up pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐφορμάω stir up pres ind act 1st… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόρμῳ — ἔφορμος 1 at anchor masc/fem/neut dat sg ἔφορμος 2 masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαΐσσω — ἐπαΐσσω (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου (με δοτ. οργάν.) («Ἀντίλοχος δ ἄρ ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Οδ.) (και για γεράκι, απόλ.) («κίρκος... ταρφέ ἐπαΐσσει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ κάτι ορμητικά («πᾷ πόδ ἐπάξας… …   Dictionary of Greek

  • επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • εφόρμηση — (I) η (ΑΜ ἐφόρμησις) [εφορμώ Ι] ορμητική επίθεση, έφοδος, επιδρομή νεοελλ. 1. (ψυχολ.) αυθόρμητη ένταση τής ενέργειας που παρουσιάζεται με υποσυνείδητη βουλητική προσπάθεια κατά την επιτέλεση συνεχούς έργου 2. φρ. «κάθετη (ή κατακόρυφη) εφόρμηση» …   Dictionary of Greek

  • κατασπιλάζω — (AM) 1. κηλιδώνω, λερώνω 2. κατακρύπτω 3. εφορμώ βίαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσπιλος. Η σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το «μαύρισμα» τού ουρανού κατά την ώρα τής θύελλας] …   Dictionary of Greek

  • κατεφάλλομαι — (Α) 1. εφορμώ, πηδώ προς τα κάτω, εναντίον κάποιου 2. αρπάζω, σαρώνω («κῡμα νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον», Απολλ. Ρόδ.) 3. πηδώ από κάπου («οὐρανόθεν κατεπάλμενος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐφάλλομαι «πηδώ, εφορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • παρεμπηδώ — άω, Α εφορμώ, κάνω επιδρομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπηδῶ «πηδώ εναντίον κάποιου, εφορμώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”